- ασφαλτικός
- -ή, -όαυτός που έχει να κάνει με την άσφαλτο: Ο ασφαλτικός τάπητας ήταν λεπτός, γι' αυτό χάλασε τόσο γρήγορα.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого). 2014.
ασφαλτικός — ή, ό 1. αυτός που αναφέρεται στην άσφαλτο 2. ο κατασκευασμένος από άσφαλτο … Dictionary of Greek
άσφαλτος — Στερεός ή ημιστερεός υδρογονάνθρακας, ορυκτός ή παράγωγο του μαζούτ, ένωση άνθρακα, υδρογόνου, οξυγόνου, αζώτου και πιθανόν θείου. Είναι οργανικής προέλευσης και βρίσκεται συνήθως σε αναλογία μικρότερη του 50% μέσα στους πόρους ιζηματογενών… … Dictionary of Greek
τάπητας — ο 1. παχύ μάλλινο ύφασμα για στρωσίδι δαπέδου ή τοίχου, χαλί, ταπέτο. 2. ό,τι χρησιμεύει για επίστρωση ή μοιάζει με χαλί: Ασφαλτικός τάπητας του δρόμου … Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)